- ψηλοκρεμαστά
- επίρρ. τροπ., στις ρίψεις, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να πέσει ό,τι ρίχνεται από ψηλά και κατακόρυφα: Πέταξε την πέτρα ψηλοκρεμαστά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψηλοκρεμαστός — ή, ό και ψηλοκρέμαστος, η, ο, Ν 1. αυτός που κρέμεται από ψηλά 2. (για πρόσ.) ειρων. ψηλός και άκομψος, άχαρος 3. (για βολή) αυτός που ρίχνεται ψηλά για να πετύχει τον στόχο («ψηλοκρεμαστή μπαλιά»). επίρρ... ψηλοκρεμαστά Ν με τρόπο ώστε να πέσει… … Dictionary of Greek